σκευῶν

σκευῶν
σκεῡῶν , σκεῦος
vessel
neut gen pl (attic epic doric)
σκευάζω
prepare
fut part act masc voc sg
σκευάζω
prepare
fut part act neut nom/voc/acc sg
σκευάζω
prepare
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
σκευή
equipment
fem gen pl
σκευόω
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
σκευόω
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
σκευόω
pres part act masc nom sg
σκευόω
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • μαγιόλικα — Κεραμικό είδος από λεπτή πορώδη και πλαστική άργιλο, με την οποία κατασκευάζονται οικιακά σκεύη, πλακίδια και καλλιτεχνικά αντικείμενα, τα οποία αφού στεγνώσουν και αδιαβροχοποιηθούν με το σύστημα της εφυάλωσης, τοποθετούνται σε ειδικά καμίνια… …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • εξαρτία ή εξάρτιση — Το σύνολο των σκευών και εξαρτημάτων (ιστοί, κεραίες, σχοινιά, αλυσίδες) για τη στήριξη και τον χειρισμό των ιστίων ενός σκάφους ή το σύνολο των σκευών και μηχανημάτων (άγκυρες, βαρούλκα, αλυσίδες, γερανοί και πολύσπαστα των λέμβων, εργάτες κλπ.) …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… …   Dictionary of Greek

  • Nature (philosophy) — Nature is a concept with two major sets of inter related meanings, referring on the one hand to the things which are natural, or subject to the normal working of laws of nature , or on the other hand to the essential properties and causes of… …   Wikipedia

  • MARRUGINA — in Glossis optimae notae redditur εἶδος παλεούρουἔςι δὲ ἀκανςθῶδες δένδρον, paliuri species, quoe est arbor spinosa. Ubi marrugina idem videtur, quod μάραγνα; quam vocem usurpat Chaldaeus Interpres, ad locum 1. Regum c. 12. v. 11, Pater meus… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”